- Μνησιπτόλεμος
- Ιστοριογράφος που έζησε στην αυλή του Αντίοχου του Μεγάλου. Έχει γράψει το έργο Ιστορία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μνησιπτόλεμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μνησιπτολέμου — Μνησιπτόλεμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μνησιπτολέμῳ — Μνησιπτόλεμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μνησιπτόλεμον — Μνησιπτόλεμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… … Dictionary of Greek